κομματάκι

κομματάκι
morceau

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κομματάκι — το [κομμάτι] μικρό κομμάτι …   Dictionary of Greek

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • κομματίτσιν — κομματίτσιν, τὸ (Μ) μικρό κομμάτι, κομματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρομμυδ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • κομματούλι — και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι) μικρό κομμάτι, κομματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. ούλι (πρβλ. περιοδικ ούλι, χερ ούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή τού τ και κ σε τσ )] …   Dictionary of Greek

  • περίκομμα — το, ΝΑ [περικόπτω] 1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα 2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι 3. περικοπή …   Dictionary of Greek

  • σκραπ — (I) Ν φρ. «δεν ξέρω σκραπ» δεν ξέρω απολύτως τίποτε, δεν έχω ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «ίχνος, κομματάκι»]. (II) το, Ν άκλ. (μεταλλ.) περιληπτική ονομασία για τα παλαιά, χρησιμοποιημένα μέταλλα τα οποία συλλέγονται και επαναχυτεύονται… …   Dictionary of Greek

  • τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τσάχαλο — το, Ν κομματάκι άχυρο ή ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ψάχαλο < ψίχαλο] …   Dictionary of Greek

  • ψίχουλο — το, Ν 1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που τού δίνει είναι ψίχουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. ουλο] …   Dictionary of Greek

  • ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”